- ὕβους
- ὗβοςhumpmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑβούς — ὑ̱βούς , ὑβός humpbacked masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκυρτος — η, ο (Α δίκυρτος, ον) αυτός που είναι κυρτός σε δύο σημεία αρχ. φρ. «κάμηλος δίκυρτος» καμήλα με δύο ύβους … Dictionary of Greek
δίτυλος — η, ο (Α δίτυλος, ον) (για την καμήλα) αυτός που έχει δύο τύλους, ύβους … Dictionary of Greek
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek